ῥυτιδώσεις

ῥυτιδώσεις
ῥυτίδωσις
wrinkling
fem nom/voc pl (attic epic)
ῥυτίδωσις
wrinkling
fem nom/acc pl (attic)
ῥυτιδόω
make wrinkled
aor subj act 2nd sg (epic)
ῥυτιδόω
make wrinkled
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βυθοσκόπιο — Αλιευτικό σύνεργο που χρησιμοποιείται για την ευκρινή παρατήρηση του πυθμένα της θάλασσας. Αποτελείται από έναν μεταλλικό κύλινδρο στη μία βάση του με γυάλινη πλάκα. Η βάση, αν βυθιστεί στο νερό έστω και λίγα εκατοστά, καθιστά εύκολη την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”